ὑστέρα

ὑστέρα
ὑστέρα, [dialect] Ion. [full] ὑστέρη, ,
A womb, Hp.VM22, Aph.5.22, Arist.HA 493a25, Thphr.HP9.13.3, Sor.1.2, etc.; freq. in pl. ὑστέραι, [dialect] Ion. gen. -έων, Hdt.4.109, Hp.Coac.515, Pl.Ti.91c:—with a play on the Adj. ὑστέρα (the second woman), Ath.13.585d.
2 ovary of animals, Arist.GA720a26, HA511a22; of birds, ib.564b21; reptiles, ib.508a13; fishes, ib.566a7. (Lit. the upper or protruding part, Skt. úttaras 'upper', [comp] Comp. of úd 'upwards'; so also Skt. udáram 'belly'; cf. ὕστρος· γαστήρ, Hsch.; or perh. ἡ ὑ. (sc. μήτρα or δελφύς) the back part.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑστέρα — ὑστέρᾱ , ὕστερος latter fem nom/voc/acc dual ὑστέρᾱ , ὕστερος latter fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱ , ὑστέρα womb fem nom/voc/acc dual ὑστέρᾱ , ὑστέρα womb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρᾳ — ὑστέρᾱͅ , ὕστερος latter fem dat sg (attic doric aeolic) ὑστέραι , ὑστέρα womb fem nom/voc pl ὑστέρᾱͅ , ὑστέρα womb fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστέρα — η / ὑστέρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α 1. μήτρα 2. συνεκδ. η κοιλιά αρχ. (για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑστέρα πρέπει να αναχθεί στον ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ὑ) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ύστερα — επίρρ. χρον. (από το επίθ. ύστερος) 1. μετά, έπειτα, κατόπι. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου: Ύστερα, σκέψου και το άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύστερα — Ν επίρρ. βλ. ύστερος …   Dictionary of Greek

  • υστέρα — η 1. μήτρα (βλ. λ.). 2. κοιλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕστερα — ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc pl ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρας — ὑστέρᾱς , ὕστερος latter fem acc pl ὑστέρᾱς , ὕστερος latter fem gen sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱς , ὑστέρα womb fem acc pl ὑστέρᾱς , ὑστέρα womb fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέραι — ὑστέρᾱͅ , ὕστερος latter fem dat sg (attic doric aeolic) ὑστέρα womb fem nom/voc pl ὑστέρᾱͅ , ὑστέρα womb fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέραν — ὑστέρᾱν , ὕστερος latter fem acc sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱν , ὑστέρα womb fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕστερ' — ὕστερα , ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc pl ὕστερα , ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl ὕστερε , ὕστερος latter masc voc sg ὕστεραι , ὕστερος latter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”